ξεμαλλιάζω

ξεμαλλιάζω
μετ. вырывать, выдирать волосы;

ξεμαλλιάζομαι

1) — трепать, таскать друг друга за волосы (в драке);

2) взъерошивать, растрёпывать волосы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεμαλλιάζω" в других словарях:

  • ξεμαλλιάζω — ξεμαλλιάζω, ξεμάλλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμαλλιάζω — 1. τραβώ βίαια τα μαλλιά κάποιου, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου («άμα σέ πιάσω θα σέ ξεμαλλιάσω») 2. ανακατώνω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεμαλλιασμένος, η, ο αυτός που έχει ανακατεμένα μαλλιά, αναμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξεμαλλιάζω — ξεμάλλιασα, ξεμαλλιάστηκα, ξεμαλλιασμένος 1. βγάζω τα μαλλιά κάποιου, τα ξεριζώνω: Θα σε ξεμαλλιάσω, αν σε πιάσω. 2. η μτχ., ξεμαλλιασμένος αυτός που έχει βγαλμένα ή ακατάστατα μαλλιά, αλλ. αναμαλλιασμένος: Βγήκε ξεμαλλιασμένη στο δρόμο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμάλλιασμα — το [ξεμαλλιάζω] βγάλσιμο ή ανακάτεμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • ξεμαλλιάρης — α, ικο αυτός που έχει ακατάστατα μαλλιά, ξεμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμαλλιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. ξεδοντι άρης)] …   Dictionary of Greek

  • ξεπουπουλιάζω — 1. αφαιρώ τα φτερά πτηνού, μαδώ 2. (για πρόσ. που καβγαδίζουν) ξεμαλλιάζω 3. (για πτηνό) αρχίζω να αποκτώ φτερά 4. αποσπώ υλικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πούπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ξεμάλλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεμαλλιάζω, βγάλσιμο ή ανακάτωμα των μαλλιών του κεφαλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρομαλλιάζω — 1. ξεμαλλιάζω κάποιον, του τραβώ τα μαλλιά. 2. το μέσ., σουρομαλλιάζομαι συμπλέκομαι με κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»